τροφῖτις

τροφῖτις
τροφ-ῖτις συγγραφή, contract
A providing for aliment, PTeb.51.8, 776.8 (both ii B. C.), PMich.Teb.121vi6, al. (i A. D.); γυνὴ τ. either a wet-nurse (so POxy.37.9 (i A. D.)), or a wife married according to a συγγραφὴ τ., PGiss.37 ii 13, cf. 36.13 (ii B. C.).
2 τ. γῆ dub. sens. in CPR244.13 (iii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τροφίτις — ίτιδος, ἡ, Α 1. (ενν. συγγραφή) συγγραφή σχετική με τη διατροφή, με τη συντήρηση 2. φρ. «γυνὴ τροφῑτις» α) τροφός, παραμάννα β) γυναίκα παντρεμένη με συμβόλαιο, με συμφωνητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. ταχ ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • -ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”